- οπισθένη
- ὀπισθένη, ἡ (Α)ο ιμάντας που διέρχεται κάτω από την ουρά τού ίππου για να συγκρατεί την κατολίσθηση τού εφιππίου προς τα εμπρός, αλλ. υπουρίς.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. postilenaπρβλ. και οπισθελίνα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπισθελίνα — ὀπισθελίνα, ἡ (Α) η οπισθένη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού λατ. postilena «υπουρίς» (πρβλ. οπισθένη)] … Dictionary of Greek